- κατάκλυστρον
- κατάκλυστρον, τὸ (Α)1. τόπος όπου συρρέει το νερό τής βροχής2. τετράγωνη αβαθής δεξαμενή στο κέντρο τού ατρίου τής ρωμαϊκής οικίας3. ορθογώνια οπή στη σκεπή τών ρωμαϊκών οικιών η οποία χρησίμευε για να τρέχει το νερό στην αβαθή δεξαμενή τού κέντρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατακλύζω + κατάλ. -(σ)τρον (πρβλ. έλα-στρον, κρέμα-στρον)].
Dictionary of Greek. 2013.